Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ νομίσματα

См. также в других словарях:

  • νομίσματα — νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego …   Wikipedia Español

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • νομισματική — Επιστήμη που μελετά τα νομίσματα από κάθε άποψη: οικονομική, ιστορική, καλλιτεχνική. Η αρχαία ν. είναι ο κλάδος εκείνος της ν. που μελετά τα αρχαιότερα νομίσματα στη λεκάνη της Μεσογείου και ειδικά τα ελληνικά, ρωμαϊκά, κελτικά, φοινικικά,… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπρος, Παύλος — (Καλαρρύτες Ηπείρου 1820 – Αθήνα 1887). Νομισματολόγος. Εντελώς αυτοδίδακτος, οργάνωσε πλούσιες νομισματικές συλλογές και δημοσίευσε πολύ αξιόλογες πραγματείες στην ελληνική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, οι κυριότερες από τις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Νεμέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Νεμέας ολοκληρώθηκε το 1984, με τη γενναιόδωρη χορηγία του τέως προέδρου της Τράπεζας Αμερικής Ρούντολφ Πίτερσον. Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στην περιοχή, που διενεργεί από το 1924 η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …   Dictionary of Greek

  • μετατρεψιμότητα — Η ευχέρεια που παρέχεται από τις νομισματικές αρχές στους κατόχους τραπεζογραμματίων να τα παρουσιάσουν οποιαδήποτε στιγμή για να μετατραπούν ελεύθερα –σε καθορισμένη αναλογία– σε χρυσό ή σε νόμισμα άλλης χώρας. Μπορεί να υπάρχει εσωτερική και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»