-
1 νομίσματα
νόμισμαanything sanctioned by current: neut nom /voc /acc pl -
2 δοκιμάζω
A assay, test,πορφύραν καὶ χρυσόν Isoc.12.39
;τοὺς οἴνους Arist.EN 1118a28
;τὰ νομίσματα Id.HA 491a21
:—[voice] Med., prove for oneself, choose,χώραν X.Oec.8.10
, cf. Men.532.11 (dub.):— [voice] Pass.,ἐπειδὰν τὸ ἔργον.. δοκιμασθῇ CIG2266.15
([place name] Delos).2 of persons, δ. αὐτούς put them to the test, make trial of them, Isoc.2.50;δ. τοὺς μηνυτάς Th.6.53
;φίλους X.Mem.2.6.1
, cf. PEleph.1.8 (iv B. C.), etc.; also of Apis-bulls, Hdt.2.38.II approve, sanction,μετὰ δεδοκιμασμένου [λόγου] μὴ ξυνέπεσθαι Th.3.38
;ἐψηφίσασθε δοκιμάσαντες τοὺς νόμους, εἶτ' ἀναγράψαι τούτους οἳ ἂν δοκιμασθῶσι And.1.82
;ἄρρενας ἔρωτας Plu.2.11e
; : c. inf., ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε he approved of their working, X.Mem.1.2.4;ἐπειδή.. ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν Th.2.35
.2 as a political term,a approve after scrutiny as fit for an office, Lys.16.3, Pl.Lg. 759d, Arist.Ath.45.3:—[voice] Pass., to be approved as fit, Lys.15.6, etc.;δοκιμασθεὶς ἀρχέτω Pl.Lg. 765b
; μου δοκιμαζομένου when I was undergoing a scrutiny, D.21.111; δεδοκιμασμένος [ἰατρός] PFay.106.24 (ii A. D.), cf. PGnom. 201 (ii A. D.): metaph., (ii B. C.);ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι D.18.266
.c examine and admit boys to the class of ἔφηβοι or to the rights of manhood,Ar.
V. 578 ([voice] Pass.), Arist.Ath.42.2, etc.; ;εἰς ἄνδρας δεδοκιμασμένοι Isoc.12.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοκιμάζω
-
3 εὔσταθμος
εὔσταθμ-ος, ον,A accurately measured, dub. in PTeb.5.85 (ii B.C.), v.l. in LXX Si.26.18 (23); of full weight,νομίσματα Cod.Just.10.27.2.6
. Adv. - μως, ἴσον precisely equal in weight, Hp.Mul.1.1: [comp] Comp. - ώτερον BKT3p.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔσταθμος
-
4 ζύγιος
A of or for the yoke, esp. (sc. ἵππος) draught-horse, opp. σειραφόρος, E.IA 221 (lyr.), Ar.Nu. 122: c. gen., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας having yoked cars to teams of beasts, E.Hel. 1310: as Subst.,κατασκευάσαι.. ὁδὸν ζυγίοις πορευτήν Milet.3
No.149.45 (ii B.C.).II epith. of Hera as patroness of marriage, A.R.4.96, Musae.275; also of other divinities, as Aphrodite, IG3.171, cf.AP 7.555 (Joann.), Hsch. -
5 κιβδηλεύω
A adulterate, κ,τὸ νόμισμα Arist. EN 1165b12
: metaph.,τὸ ἀρετῆς νόμισμα Ph.1.241
; [νομίσματα] οὐ κεκιβδηλευμένα Ar.Ra. 721
; of merchandise, Pl.Lg. 917b.II metaph., εὖ κ. τι trick it out, E.Ba. 475; counterfeit,τἀληθῆ Max.Tyr.28.3
;τὴν ἀληθῆ προφητείαν Ph.2.343
, cf.1.156 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιβδηλεύω
-
6 νόμισμα
A anything sanctioned by current or established usage, custom,Ἑλληνικὸν ν. A.Th. 269
, cf. E.IT 1471; institution,οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν ν. ἔβλαστε S.Ant. 296
;θεοὶ ἡμῖν ν. οὐκ ἔστι Ar.Nu. 248
, with a play on signf. 11 (do not pass current with us).II esp. current coin, ν. κόψαι or κόψασθαι, coin money, Hdt.3.56, 4.166;τἀρχαῖον ν. Ar.Ra. 720
;ν. σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα Pl.R. 371b
, cf. Arist.EN 1133b11, Pol. 1257a11, D.L.6.20;τάλαντα νομίσματος And.3.8
;ν. ἡμεδαποῦ IG12.91.4
;τὸ ἐπιχώριον ν. PCair.Zen.21.12
(iii B.C.): pl. pieces of money, coins,Hdn.
1.9.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμισμα
-
7 παράτυπος
παράτῠπ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράτυπος
-
8 συμβόλαιον
II in Law, contract, covenant, bond, in acknowledgement of a loan (v.συμβάλλω 1.6
), συμβολαίου λαχεῖν (sc. δίκην ) obtain leave to bring an action for enforcing a contract, Lys.17.3;οὐ τὸ παράπαν σ. ἐξαρνοῦνται μὴ γενέσθαι D.34.3
; συμβολαίου οὐκ ὄντος.. οὔτε ναυτικοῦ οὔτε ἐγγείου no bond with security either on bottomry or on land, Id.33.3, cf. SIG742.50 (Ephesus, i B.C.); ἀπώλλυτο καὶ τῷ πατρὶ τὸ ς. his loan would have been lost, D.49.2; ποιεῖσθαι τὸ ς. Arist.Rh.Al. 1431a17, etc.; of a receipt, BGU 1047 ii 3: mostly in pl., τὰ πρὸς ἀλλήλους ς. Pl.Plt. 295a;σ. ἃ πρὸς ἀλλήλους συμβάλλουσιν Id.R. 425c
;ἀνδρὶ.. συμμείξαντι σ. μετρίως Id.Lg. 958c
; τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν ς. bonds for money lent on freights to and from Athens, D.32.1;τὰ σ. διαλύειν Arist. Pol. 127a10
, cf. IG12.16.7, 116.18, al.;τὰ σ. καὶ τὰ ἄλλα νομίσματα Phld.Rh.1.233
S.; δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μετέωρα ς. pending suits for enforcing contracts, Supp.Epigr.1.363.9, al. (Samos, iii B.C.), cf. SIG344.24 (Teos, iv B.C.); , cf. Arist.Pol. 1275b9; ἀντίδικος ἐκ συμβολαίων the opposite party in such a suit, Is.5.33; συμβόλαια ἀποστερεῖν fail in payment of money lent on such bond, Isoc.12.243, D.32.7; πράξεις συμβολαίων exaction of such moneys, And.1.88; μικρῶν ἕνεκα ς. for paltry sums so lent, Lys.12.98: more generally, τὰ τοῦ καθ' ἡμέραν βίου ς., i.e. the engagements of life, common civil rights, D.18.210; τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν ς. Arist.Pol. 1300b12; ἀναγραφὴ τῶν ς. Thphr.Fr.97.2;ἐὰν μή τις ἄγῃ πρὸς ἴδιον σ. ἐγκαλῶν τι αὐτῷ SIG494.8
(Delph., iii B.C.).2 generally, engagement, E. Ion 411; τὰ ἄλλα ς. other transactions (than wills), Is.4.12, cf. Isoc.20.16, Pl.Lg. 913a; of the relation between ward and guardian, ib. 922a; τὰ ἑκούσια ς. Id.R. 556b, Arist. EN 1164b13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβόλαιον
-
9 χρήσιμος
A useful, serviceable, first in Thgn.406;εἰς ἀνάγκαν, ἔνθ' οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται S.OT 878
(lyr.); τὸ χ. φρενῶν the excellence of.., E.Ph. 1740 (lyr.);τὸ αὐτίκα χ. Th.3.56
;ἡ διὰ τὸ χ. φιλία Arist.EN 1159b13
;τὰ χ. Men.Mon. 579
; χ. εἴς τι useful for something, Hdt.4.109, Ar.Pl. 493 (anap.), Pl.R.l. c.; ἐπί τι Id.Grg. l. c.; ([comp] Comp.);ἰδίᾳ ἑκάστῳ χ. καὶ ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ὠφέλιμα X.Cyr.6.2.34
;τοῦτ' οὖν τί ἐστι χρήσιμον; Ar.Nu. 202
; χρήσιμόν ἐστι, c. inf., Id.Av. 382 (troch.).2 of persons, serviceable, useful, S.Aj. 410, D.20.7, etc.; [comp] Comp. : esp., like χρηστός, a good and useful citizen,χ. πόλει E.Or. 910
;χ. πολίτης Eup.118
;χ. τινι Is.Fr.16.1
;ἐπί τι D.25.31
; τοὺς εὐπόρους δεῖ χ. αὑτοὺς παρέχειν τοῖς πολίταις to show themselves useful, serviceable to the state, Id.42.22, cf. E.Supp. 887, Is.Fr.10.1 ([comp] Comp.); τοῖς σώμασι -ώτεροι more able-bodied, X.Lac.5.9; opp. ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Aeschin.1.61.4 χρησίμη διαθήκη an available (i.e. authentic) will, Is.6.30.5 νομίσματα οὐ χρήσιμα ἔξω money that will not pass abroad, X.Vect.3.2.II Adv., - μως ἔχειν to be serviceable, Th.3.44, X.Cyr.8.5.9; χ. τινὶ σωθῆναι with advantage to him, Th.5.91, cf. J.BJ6.2.9;τὰ -μως λεγόμενα Plu. 2.36d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρήσιμος
-
10 ἐγκρίνω
2 of persons, select, admit,ἐ. ἢ συγκρ. 2 Ep.Cor.10.12
:—[voice] Pass.,εἰς τὴν αἵρεσιν Pl.Lg. 755d
;εἰς τὴν γερουσίαν D.20.107
; <εἰς> τὸ στάδιον X.HG4.1.40
; of ἔφηβοι, IG7.29 (iii/ii B. C.); of athletes, Artem.1.59; ἐγκρινόμενος, ὁ, subject of statue by Alcamenes, Plin.HN34.72.3 admit, accept, opp. ἀποκρίνω, Pl.Lg. 936a;ἐν τοῖς φιλοσόφοις Id.R. 486d
, cf. Lg. 952a, al.;τρία γένη σημείων Phld.Sign.32
; παλιγγενεσίαν Sch.Pi.O.2.104; regard as genuine,νομίσματα Phld.Rh.1.256
S.; admit, sanction, e.g. an author as classical, Suid. s.v. Δείναρχος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκρίνω
-
11 ἐνστέλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνστέλλω
-
12 ἐντυπόω
A carve or mould in or upon,τῷ νομίσματι ἐνετύπωσεν ἀπήνην Arist.Fr. 568
;ἐς τὰ νομίσματα ξιφίδια δύο D.C.47.25
;ἄγαλμα Plot.5.8.6
; also of a painter, APl.4.282 (Pall.): metaph.,σχῆμα τῇ ψυχῇ ἐντετύπωκεν ὁ θεός Ph.1.106
:—[voice] Med.,Φειδίαν ἐν μέσῃ τῇ ἀσπίδι τὸ ἑαυτοῦ πρόσωπον ἐντυπώσασθαι Arist.Mu. 399b35
:—[voice] Pass., Aristeas67;τύλοι ἐντετυπωμένοι Dsc.2.43
; to be imprinted, of a birth-mark, Jul.Or.2.81c; also, to be flattened by pressure, Gal.UP 4.7, Hippiatr.38: metaph., ἐντετύπωται ταῖς θύραις is like a piece of carving on the doors, Philostr.VA8.7.11.II metaph.,τὸ ἰδίωμα τῇ λέξει ἐ. Longin.10.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντυπόω
-
13 νόμισμα
νόμισμα, ατος, τό (νομίζω; primary mng. ‘anything sanctioned by common usage’: Aeschyl. et al.) money officially introduced into common use, coin (so Hdt., Aristoph. et al.; ins; PTebt 485 [II B.C.]; PGrenf II, 77, 8; 2 Esdr 17: 72 v.l.; 1 Macc 15:6; EpArist 33; Philo, Spec. Leg. 2, 33; Jos., Bell. 2, 592, Ant. 14, 371) τὸ ν. τοῦ κήνσου the coin for paying the tax Mt 22:19 (foll. by Just., A I, 17, 2 τίνος εἰκόνα τὸ ν. ἔχει;). Pl. (Herodian 1, 9, 7), as metaph. (Philo is also fond of such usage) νομίσματα δύο, ὸ̔ μὲν θεοῦ, ὸ̔ δὲ κόσμου two coinages, one of God and the other of the world of the believers and the unbelievers IMg 5:2.—B. 775. DELG s.v. νέμω Ic. M-M. -
14 χιλιάς
χιλιάς, άδος, ἡ (χίλιοι; Aeschyl., Hdt.+; LXX; TestSol 26:9 H; TestAbr, TestJob, JosAs; GrBar 4:10) a group of a thousand, a thousand pl. (En 10:17, 19; Jos., Ant. 6, 193) Lk 14:31ab; Ac 4:4; 1 Cor 10:8; Rv 7:4–8; 11:13; 14:1, 3; 21:16; 1 Cl 43:5. χίλιαι χιλιάδες 34:6 (Da 7:10). χιλιάδες χιλιάδων thousands upon thousands Rv 5:11 (χιλιάδων also a loanw. in rabb.). In Rv the noun denoting what is counted may stand in the same case as χιλ. (so Theophanes Conf., Chron. 482, 14 deBoor λ´ χιλιάδες νομίσματα; 7, 17 πολλὰς μυριάδας μάρτυρας) instead of the gen. 7:4, 5a, 8c; 11:13; cp. ἐπὶ σταδίων δώδεκα χιλιάδων 21:16 (ἐπὶ σταδίους δώδεκα χιλιάδων v.l.). The millennium χιλιάδα τινὰ … ἐτῶν ἔσεσθαι Papias (2:12).—DELG s.v. χίλιοι. M-M. TW.
См. также в других словарях:
νομίσματα — νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… … Dictionary of Greek
Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego … Wikipedia Español
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
νομισματική — Επιστήμη που μελετά τα νομίσματα από κάθε άποψη: οικονομική, ιστορική, καλλιτεχνική. Η αρχαία ν. είναι ο κλάδος εκείνος της ν. που μελετά τα αρχαιότερα νομίσματα στη λεκάνη της Μεσογείου και ειδικά τα ελληνικά, ρωμαϊκά, κελτικά, φοινικικά,… … Dictionary of Greek
Λάμπρος, Παύλος — (Καλαρρύτες Ηπείρου 1820 – Αθήνα 1887). Νομισματολόγος. Εντελώς αυτοδίδακτος, οργάνωσε πλούσιες νομισματικές συλλογές και δημοσίευσε πολύ αξιόλογες πραγματείες στην ελληνική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, οι κυριότερες από τις οποίες… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Νεμέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Νεμέας ολοκληρώθηκε το 1984, με τη γενναιόδωρη χορηγία του τέως προέδρου της Τράπεζας Αμερικής Ρούντολφ Πίτερσον. Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στην περιοχή, που διενεργεί από το 1924 η… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek
μετατρεψιμότητα — Η ευχέρεια που παρέχεται από τις νομισματικές αρχές στους κατόχους τραπεζογραμματίων να τα παρουσιάσουν οποιαδήποτε στιγμή για να μετατραπούν ελεύθερα –σε καθορισμένη αναλογία– σε χρυσό ή σε νόμισμα άλλης χώρας. Μπορεί να υπάρχει εσωτερική και… … Dictionary of Greek